χηλικός

χηλικός
-ή, -ό, Ν
χημ. χαρακτηρισμός ενός τύπου σύμπλοκων ενώσεων, αποτελούμενων από ένα κεντρικό άτομο περιβαλλόμενο από ένα μεγάλο σχετικά μόριο, που διαδραματίζει τον ρόλο τού υποκαταστάτη, ώστε να δημιουργείται ένα είδος κυκλικής δομής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chelate, πρβλ. χηλή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”